ἀνακυκλῶ

ἀνακυκλῶ
ἀνακυκλέω
turn round again
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀνακυκλέω
turn round again
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀνακυκλέω
turn round again
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀνακυκλέω
turn round again
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἀνακυκλόομαι
pres subj act 1st sg
ἀνακυκλόομαι
pres ind act 1st sg
ἀνακυκλόω
pres subj act 1st sg
ἀνακυκλόω
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανακυκλώ — (I) ἀνακυκλῶ, ( έω) (ΑΜ) μσν. παθ. ανανεώνομαι, αναζωπυρώνομαι αρχ. 1. περιστρέφω εκ νέου, στριφογυρίζω 2. στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι 3. (για λόγους) επαναλαμβάνω, λέω και ξαναλέω 4. επανέρχομαι, επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή… …   Dictionary of Greek

  • ανακυκλώνω — [ἀνακυκλῶ (ΙΙ)] περικυκλώνω εκ νέου ή απλώς κυκλώνω …   Dictionary of Greek

  • ανακύκληση — η (Α ἀνακύκλησις) [ἀνακυκλῶ (Ι)] επιστροφή στην αρχή μετά από κυκλική πορεία, συνεχής επαναφορά, περιοδική επάνοδος …   Dictionary of Greek

  • ανακύκλωμα — το (Α ἀνακύκλωμα) [ἀνακυκλῶ (ΙΙ))] νεοελλ. κυκλικό δέσιμο τών γυναικείων μαλλιών στην κορυφή, κότσος αρχ. επιστροφή στο ίδιο σημείο, κύκλος …   Dictionary of Greek

  • ανακύκλωση — Στην τεχνολογία, διάφορες μέθοδοι με τις οποίες ένα αντικείμενο επαναφέρεται στην αρχική φάση επεξεργασίας του και αξιοποιείται πάλι ως πρώτη ύλη για την κατασκευή νέων αντικειμένων. Η α. χρησιμοποιείται επίσης για την αξιοποίηση μέρους των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”